- παραγένεση
- η1. γεωλ. η σειρά με την οποία σχηματίζονται τα ορυκτά σε ένα μεταλλοφόρο κοίτασμα2. βιολ. η παραγενεσία.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. πρβλ. γερμ. Μineral paragenese].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αμέθυστος — Παραλλαγή του ορυκτού χαλαζία (SiO2) με ιώδες χρώμα. Χρησιμοποιήθηκε από τα αρχαιότατα χρόνια ως πολύτιμος λίθος (ο ανατολικός α. είναι παραλλαγή το ορυκτού κορουνδίου, AlO3). Τα πιο αξιόλογα κοιτάσματα αμέθυστου βρίσκονται στα Ουράλια Όρη, στη… … Dictionary of Greek
παραγενεσία — και παραγένεση, η βιολ. διασταύρωση μεταξύ ατόμων από διαφορετικά είδη, τής οποίας οι απόγονοι είναι στείροι μεταξύ τους, γόνιμοι όμως όταν διασταυρωθούν με ένα από τα γονικά είδη. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + γένεση + κατάλ. ία] … Dictionary of Greek